- φεντεραλιστής
- federalist
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
φεντεραλιστής — ο, Ν ο οπαδός τού φεντεραλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. federalist (βλ. λ. φεντεραλισμός)] … Dictionary of Greek